προλήνιον

προλήνιον
τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προλήνιον — vat in front of a wine press neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προληνίου — προλήνιον vat in front of a wine press neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα …   Dictionary of Greek

  • ՀՆՁԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ληνός torcular, re, rium; lacus torcularis. Ընդունարան հնձոց այսինքն կթոց խաղողոյ. Գուբ կամ աւազան, ուր խաղողն ճմլի. հնծան. ... *Պտուղ կալոյ եւ հնձանի: Ցորեան ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”